- πάτρηθε
- και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Αεπίρρ.1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ. -θε* / -θεν].
Dictionary of Greek. 2013.